Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

ΛΟΓΟΣ Β΄ Πανηγυρικός εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου.


«Που απήλθεν ο αδελφιδός σου η καλή εν γυναιξίν;» (Άσμα Ασμάτων)                 

(Του Μακαρίου Σκορδύλη ή Κωφού)                                                                        

Ω μακαριωτάτη και κοσμοχαρμόσυνος αύτη ημέρα της Κοιμήσεως της Παρθένου, εις την οποίαν εκπληττόμενα τα πλήθη των μακαρίων Αγγέλων, ως δεδιδαγμένα από το Πανάγιον Πνεύμα, κράζουν με το στόμα του Σολομώντος· «Που απήλθεν ο αδελφιδός σου η καλή εν γυναιξί»; Συ η ωραία και πάγκαλος κόρη, η καλή εν γυναιξίν, η νεκρά και αθάνατος, η τεθνηκυία και ζώσα, η εκ των Αποστόλων κάτω εν Γεθσημανή κηδευομένη και από ημάς τους Αγγέλους εν ουρανώ δοξαζομένη, δείξον ημίν που απήλθεν ο αδελφιδός σου, ο αγαπητός σου και μονογενής Υιός; Σήμερον όπου συνίπταται η μακαρία ψυχή σου με ημάς τας αϋλους δυνάμεις της ουρανίου ιεραρχίας, σήμερον όπου ανέρχεσαι από τον κόσμον εις τον ουρανόν, και από την Γεθσημανή εις τον Παράδεισον, φανέρωσον ημίν «Που απήλθεν ο αδελφιδός σου, η καλή εν γυναιξίν;»  
                                                                         
«Αν ημείς οι ουράνιοι Νόες, αι στρατιαί των ασωμάτων, εγείρωμεν σήμερον Σε την Βασίλισσαν του ουρανού και της γης επάνω εις τον θρόνον της ουρανίου καθέδρας, επάνω εις την ηλιοστάλακτον θώκον της δόξης σου και αν ημείς όλαι αι Δυνάμεις των ουρανών, όσαι περικυκλούμεν τον ουράνιον Βασιλέα και Υιόν σου, ψάλλοντες ενώπιον αυτού τον τρισάγιον, άγιος, άγιος, άγιος, αν ημείς δοξάζωμεν ασιγήτοις τοις στόμασι τον εκ των καθαρωτάτων σου αιμάτων γεννηθέντα Χριστόν, ουκ ισχύομεν ατενίσαι εις το σεβάσμιον αυτού πρόσωπον, αλλ’ έχομεν τα πρόσωπα κεκαλυμμένα ταις ημετέραις πτέρυξιν από τον φόβον, δια τούτο Συ, ήτις έγινες Μήτηρ Αυτού, δύνασαι να μας φανερώσης τον άρρητον τρόπον της συγκαταβάσεώς του· ουκ ισχύομεν μαθείν τον απερίγραπτον, πως περιεγράφη εν τη μήτρα Σου, ουκ ισχύομεν καταλαβείν τον αχώρητον, πως εχωρήθη εν τη κοιλία Σου, και δια τούτο μόνη Συ, ήτις τον εχώρησας, μόνη Συ, ήτις τον εγέννησας, Συ μόνη δύνασαι να μας είπης το της ενσάρκου οικονομίας απόρρητον μυστήριον».                                                                        
Ούτω με έκπληξιν και θάμβος βαστάζοντες σήμερον οι Άγιοι Άγγελοι την της Πανάγνου ψυχήν, ερωτώσι την Θεοτόκον δια να μάθουν το της θείας οικονομίας μυστήριον, ερωτώσι, διότι ακόμη δεν εννόησαν την θείαν του Λόγου σάρκωσιν, καθώς η Αγία Παρθένος εγνώρισεν αφράστως· «Ουδέπω γαρ επέγνωσαν την σάρκωσιν του Λόγου, ην κατελθών αρρήτως εσαρκώθη· ότι δε ου πάσιν έγνωστο, Δέσποινα, τοις Αγγέλοις το της ενανθρωπήσεως μυστήριον του Λόγου». Μελωδικώς και στιχολογικώς ανυμνεί ο σοφώτατος Μιχαήλ Ψελλός, εις την εξήγησιν του Άσματος των Ασμάτων· αλλ’ εις τοιαύτην εξέτασιν των μακαρίων Αγγέλων, όπου κάμνουν την σήμερον εις την της Παρθένου Μετάστασιν, ω φιλέορτοι ακροαταί, ηξεύρετε τι τους απεκρίθη η Παναγία; Υπομείνατε ολίγον με προσοχήν και θα διδαχθήτε αληθώς μίαν ουράνιον διδασκαλίαν, πολλά ωφελιμωτάτην, από το άγιον αυτής στόμα, την οποίαν εδίδαξε και σήμερον τους Αγγέλους.                                                                                                                        
«Αδελφιδός μου κατέβη εις κήπον αυτού, εις φιάλας του αρώματος, ποιμαίνειν εν κήποις και συλλέγειν κρίνα», αποκρίνεται η Πανάχραντος Κόρη εις τους ερωτώντας Αγγέλους. «Επειδή και υμείς οι ουράνιοι μύσται των απορρήτων, οι ευαγγελισταί των χαρμοσύνων, οι διάκονοι και λειτουργοί του Μονογενούς μου Υιού, αι υπέρταται δυνάμεις των αϋλων Αγγέλων και Αρχαγγέλων, εξετάζετε εμέ την ουράνιον Άνασσαν, δια να μάθετε την άσπορον γέννησιν του Υιού μου, καθότι δεν ηδυνήθητε να γνωρίσητε το απόκρυφον τούτο μυστήριον, πως με υπερθαύμαστον τρόπον κατώκησεν εν τη κοιλία μου, ακούσατε τώρα την εξήγησιν της απορίας σας· ανοίξατε τας διακεκρυμμένας ελλάμψεις της νοεράς και αϋλου ουσίας σας δια να χύσω το γαληνόμορφον φως της αιτήσεως ταύτης εντός της φωτολαμπούς και ακριβεστάτης διανοίας υμών των αγγελικών και πυρίνων ταγμάτων, δια να αστράψω την λάμψιν, όπου ζητείτε, εις όλους υμάς τους φεγγοβόλους αστέρας, τους Αγγέλους. Σήμερον όπου συνίπταμαι τοις αγγέλοις υμίν επάνω εις τας ουρανίους αψίδας, σήμερον όπου χωρίζομαι του σώματος και ενώνομαι μετά του Μονογενούς μου Υιού, σήμερον ότε ενταφιάζομαι παρά των Αποστόλων και δοξάζομαι παρ’ υμών των Αρχαγγέλων· σήμερον όπου φαίνομαι εις την Γεθσημανή νεκρά, και είμαι εις τον σύμπαντα κόσμον ζώσα, σήμερον όπου εορτάζει ο κόσμος όλος την Κοίμησιν και τον ενταφιασμόν μου, δεικνύω υμίν τοις Αγγέλοις τον άρρητον τρόπον της Γεννήσεως του Υιού μου».                                                                          
«Αδελφιδός μου κατέβη εις κήπον αυτού, εις φιάλας του αρώματος, ποιμαίνειν εν κήποις και συλλέγειν κρίνα». Ο προαιώνιος δηλαδή και συνάναρχος Λόγος του Θεού και Πατρός κατέβη εις εμέ την φιάλην, την πλήρη από τα αρώματα του Παναγίου Πνεύματος· κατέβη εις εμέ, ο Αμήτωρ εν ουρανώ, και ο Απάτωρ επί της γης, ο όλως Θεός εις τους κόλπους του Πατρός και άχρονος, και όλως Θεός και άνθρωπος εις τους κόλπους της Μητρός και χρονικός·  κατέβη εις εμέ ο ύψιστος Θεός με την ευδοκίαν του προανάρχου Πατρός, και τη συνεργία του Αγίου Πνεύματος, και γέγονεν εξ εμού τέλειος άνθρωπος δια τον άνθρωπον· ο αόρατος κατά την θείαν αυτού ουσίαν, γέγονε δι’ εμού ορατός κατά την σάρκα· o αγέννητος γέγονε δι’ εμού γεννητός· ο άχρονος, χρονικός· ο άϋλος, υλικός, ο αχώρητος χωρητός, ο άκτιστος κτιστός, ο βασιλεύς δούλος· και ο απαθής, παθητός κατά μόνην την φύσιν της ανθρωπότητος· θαύμα τούτο υπέρ έννοιαν, θαύμα υπέρ κατάληψιν και Αγγέλων και ανθρώπων, ότι εις μίαν μόνην υπόστασιν ενεδύθη συν τη Θεότητι την ανθρωπότητα».                                                           
«Πως;» ερωτώσι και δεύτερον οι Αρχάγγελοι· «Πως; Ειπέ ημίν, ω Κυρία και Δέσποινα, ειπέ ημίν, ω ουρανία Νύμφη, που απήλθεν ο αδελφιδός σου η καλή εν γυναιξίν; Ημείς, ως λειτουργικά πνεύματα και άϋλα της ασωμάτου ουσίας, απορούντες επί τω παραδόξω θαύματι, ερωτώμεν την μακαρίαν σου ψυχήν, να μας γνωρίσης τον άγνωστον, διότι, ως αχώρητος, ηξεύρομεν πως δεν χωρείται ούτε εις τον ουρανόν, ούτε εις τον αέρα, ούτε εις την θάλασσαν· πως λοιπόν εχωρήθη εν τη μήτρα σου; Εξήγησέ μας, Βασίλισσα, τον Βασιλέα πως γέγονε δούλος; Τον αόρατον, πως ωράθη; Τον ακατάληπτον, πως εγνώσθη; Τον άκτιστον, πως εκτίσθη; Ειπέ ημίν, ω Θεοχαρίτωτε Δέσποινα, τον άχρονον πως γέγονε χρονικός; Τον απαθή, πως γέγονε παθητός; Τον Θεόν, πως ασπόρως εγέννησας; Εξέστησας, εξέστησας, Δέσποινα, την ορατήν και αόρατον φύσιν, τον ουρανόν και την γην, τους Αγγέλους και ανθρώπους επί την μακαρίαν σου Γέννησιν».                                                                                                                        
«Δια τούτο τώρα, ω Θεοχαρίτωτε Δέσποινα, εις την Αγίαν σου Κοίμησιν, όπου ηνώθης με ημάς τους Αγγέλους, ειπέ ημίν που απήλθεν ο αδελφιδός σου η καλή εν γυναιξίν; Αν Συ εγέννησας τον αγέννητον, αν Συ εχώρησας τον αχώρητον, φαίνεσαι πλατυτέρα από όλον τον κόσμον· φαίνεσαι τιμιωτέρα από τα Σεραφείμ, και πλέον καθαρωτέρα από ημάς όλους τους Αρχαγγέλους, όπου κρατούμεν με φόβον την αγίαν σου ψυχήν· φαίνεσαι πλέον παρρησιαστικωτέρα από ημάς πλησίον εις τον Υιόν σου, και δια τούτο, τώρα όπου πορευόμεθα εις τον Παράδεισον δια να συνδοξασθής με τον μονογενή σου Υιόν ως ηγαπημένη Μήτηρ αυτού, τώρα όπου σε γνωρίζομεν ως Βασίλισσαν Αγγέλων και ανθρώπων, διότι εγέννησας τον αθάνατον του σύμπαντος κόσμου Βασιλέα, προσκυνούμεν την Βασιλείαν σου, γεγαίρομεν την ταφήν σου, δοξάζομεν την Αγίαν σου Κοίμησιν, και παρακαλούμεν να μας ερμηνεύσης και πάλιν το απόρρητον μυστήριον της Γεννήσεώς σου· λύσον ημίν την απορίαν, και απόρριψον την έκπληξιν και το θάμβος από ημάς· «Που απήλθεν ο αδελφιδός σου η καλή εν γυναιξίν; Αδελφιδός μου κατέβη εις κήπον αυτού· εις φιάλας του αρώματος, ποιμαίνειν εν κήποις και συλλέγειν κρίνα».                                                                                                                         
«Αν ίσως και εξετάζετε πλέον εμφαντικώτερον, ω τάγματα επουράνια, την σύλληψιν του Υιού μου, ακούσατε! Αδελφιδός μου κατέβη εις κήπον αυτού, εκείνος ο ηγαπημένος Υιός, χωρίς να χωρισθή ποτέ από την θείαν ουσίαν και φύσιν του προανάρχου Πατρός, ηυδόκησε κατελθείν αρρητοτρόπως εις τον κήπον αυτού, εις την καθαράν και αμόλυντον κοιλίαν μου, επελεύσει του Παναγίου Πνεύματος, ως επί πόκον υετός, ή ως επί χλόην δρόσος· ως οίδεν, ως ηθέλησεν, εγεννήθη ασπόρως και απαθώς, αδιαλωβήτου μενούσης της παρθενίας μου, προ τόκου, εν τόκω, και μετά τόκον· εις φιάλας του αρώματος μετερρύη και εις τας ψυχάς των ευσεβών, τας εκ των αρωμάτων του Πνεύματος ευωδιαζούσας, και την Αγίαν του Γέννησιν πιστευούσας, ήτις λαμπρύνει αυτάς και χορηγεί εις πράξιν και θεωρίαν· «Ποιμαίνειν εν κήποις, και συλλέγειν κρίνα»· δια να κυβερνά και να συντηρή τους κήπους, τας Εκκλησίας, και δια να εκτρέφη τα λογικά πρόβατα, τους Ορθοδόξους, με τους καρπούς των κρίνων των θείων του λογίων, εις γνώσιν και αρετήν πάντων προς σωτηρίαν· κρίνα γαρ ταύτα λέγονται τα λόγια τα θεία».                                                             
«Αυτός είναι ο τρόπος της συγκαταβάσεως του Υιού μου· αλλά δια να δείξω, ω αγγελικά τάγματα, πλέον σαφέστερον, ακούσατε και πάλιν από το στόμα μου· τώρα λοιπόν, εγώ τω αδελφιδώ μου, εγώ όπου εγέννησα τον θείον Λόγον Παρθένος και Μήτηρ, εγώ όπου ήνωσα την φύσιν της Θεότητος με την φύσιν της ανθρωπότητος, εγώ όπου εποίησα άνθρωπον τον Θεόν και τον άνθρωπον Θεόν, τον Βασιλέα δούλον, και τον αιχμάλωτον ελεύθερον, τον υψηλόν ταπεινόν, και τον ταπεινόν επουράνιον, τον πλούσιον πτωχόν, και τον άπορον πάμπλουτον, εγώ τέλος όπου έσυρα τον Υιόν του Θεού από τους ουρανούς κάτω εις την γην και ανεβίβασα τον άνθρωπον από την γην επάνω εις τα ύψη των ουρανών, πορεύομαι σήμερον εις τον ηγαπημένον μου Υιόν, πορεύομαι εις την αθανασίαν και μακαριότητα του Υιού μου, πορεύομαι εν τη δόξη μου και εν τη Βασιλεία μου».                         
«Καίτοι δε φαίνομαι νεκρά εις τους Αποστόλους, αλλ’ εγώ είμαι ζώσα με σας τους Αρχαγγέλους, διότι εγώ τω Θεώ ζω, καθώς και εν εμοί Χριστός ζη· αθάνατος και ο Υιός μου, αθάνατος το λοιπόν και η Μήτηρ του· δεδοξασμένος ο Υιός εις τους ουρανούς, συνδεδοξασμένη και η Μήτηρ μετά του Υιού· μέγας Βασιλεύς ο Υιός, μεγάλη Βασίλισσα και η Μήτηρ· προσκυνείται ο Υιός δια την Μητέρα από την λογικήν φύσιν, συμπροσκυνείται και η Μήτηρ δια τον Υιόν από όλην την αγγελικήν και ανθρώπινον φύσιν· φθοράν, και μη διαφθοράν οίδε το σώμα του Υιού μου εις τον Άδην, φθοράν και μη διαφθοράν θεωρεί και το ιδικόν μου σώμα εις τον Άδην. Ανίσταται ο Υιός από τον Άδην εις τρεις ημέρας, ανιστά και την ηγαπημένην Μητέρα του εις τρεις ημέρας· εγώ τω αδελφιδώ μου, και ο αδελφιδός μου εμοί. Εγώ εμαυτήν αυτώ ανέθηκα, και δια τούτο με ετίμησεν από όλην την οικουμένην, με εδόξασεν από όλους τους ανθρώπους, με ύψωσεν από όλας τας βασιλείας, με ελάμπρυνεν υπέρ τους αστέρας του ουρανού, με εμεγάλυνεν υπέρ την οικουμένην, με επλούτισεν υπέρ τους θησαυρούς των Βασιλειών, και με εμακάρισεν από όλας τας γενεάς· «Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί, ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός, και άγιον το όνομα αυτού». Εγώ, ω επουράνιοι Νόες, νοήσατε καλώς, ότι «εγώ τω αδελφιδώ μου και ο αδελφιδός μου εμοί».                                                                                                  
«Εκείνος ο ηγαπημένος μου Υιός, γεννηθείς εξ εμού, είναι όμοιος κατά πάντα με εμέ την Μητέρα του, διότι με έπλασε με το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν αυτού, διότι με εστόλισε με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, διότι με επλούτισε με την χάριν του και με την δόξαν του, και διότι αυτός έλαβε σάρκα εκ της σαρκός μου, και δια τούτο λέγω πάλιν· «Εγώ τω αδελφιδώ μου, και ο αδελφιδός μου εμοί». Πορεύομαι λοιπόν σήμερον εις την Βασιλείαν του Υιού μου, δια να σύρω με την θείαν μου δύναμιν και εξουσίαν τα τέκνα και τους υιούς μου, τους ευσεβείς Χριστιανούς, επάνω εις την ανεκλάλητον δόξαν της Βασιλείας μου· πορεύομαι δια να μεσιτεύω εις τον Υιόν μου, να χαρίζη την σωτηρίαν και λύτρωσιν των αμαρτωλών· πορεύομαι δια να καθίσω εις τα δεξιά του Υιού μου, όταν ανάπτη από την θείαν του οργήν δια να κεντήση καμμίαν χώραν αμαρτάνουσαν από την λοιμικήν νόσον ή από άλλην βαρυτάτην ασθένειαν δια την κακίαν της, ευθύς να ασπάζωμαι τους αχράντους πόδας του, δια να καταπραϋνω την θείαν του αγανάκτησιν, να μη απολέση τον κόσμον του».                               
«Πορεύομαι, και όταν με επικαλούνται οι αμαρτωλοί, ευθύς θα στρέφω το όμμα προς τον Υιόν, και θα παρακαλώ δια τους αμαρτωλούς· πορεύομαι σήμερον άνω εις τον Παράδεισον, δια να ανοίξω τας θύρας του, τας οποίας έκλεισεν η παρακοή, και να εμβάλω εις το μέσον και εις την τρυφήν του τους πιστεύοντας και δοξολογούντας τον Υιόν συν τη Μητρί· πορεύομαι, δια να δοξάζω τους δοξάζοντάς με, δια να υψώνω τους υψώνοντάς με, και δια να τιμώ τους τιμώντας με· πορεύομαι εκεί όπου με προσκαλεί σήμερον ο ηγαπημένος μου Υιός, δια να σύρω τους αμαρτωλούς από την κόλασιν εις τον Παράδεισον, από το σκότος εις το φως, από την λύπην εις την χαράν, και από τους τυραννικούς διαβόλους επάνω με σας τους Αγγέλους· πορεύομαι επάνω υψηλότερα εις τους ουρανούς, δια να με βλέπουν όχι από μόνην την Γεθσημανή, αλλά και από όλον τον κόσμον οι Χριστιανοί· αυτού όπου θα κάθημαι ως Βασίλισσα εστεφανωμένη, όποιος με επικαλείται μετά πίστεως, ευθύς θα εισακούσω εις την αίτησίν του και θα αποστέλλω σας τους Αγγέλους εκείνου να διώκητε τα πονηρά πνεύματα, τούτου την παραλυσίαν, άλλου το θανατικόν, και ετέρου πάσαν άλλην ασθένειαν· ετοίμη είμαι και δυνατή, ευθύς ως με ζητήση τις εις βοήθειαν, να προφθάνω εις την ανάγκην του, και να του χαρίζω τα προς ωφέλειαν αιτήματα».                        
«Πορεύομαι εις τους φωτεινούς τόπους, δια να φωτίζω τους τυφλούς· εις την χαράν, δια να χαροποιώ τους λελυπημένους· εις την απέραντον ηδονήν, δια να γλυκαίνω τους πικραμένους· εις την αιώνιον ζωήν, δια να ζωοποιώ τους νεκρούς· εις την πάντερπνον ευφροσύνην, δια να ευφραίνω τους ομολογούντας με Θεοτόκον και Δέσποινα· άνωθεν των ουρανών όπου κάθημαι μετά δόξης μεγάλης, θα τιμώμαι και θα δοξάζωμαι από τους Αγγέλους και ανθρώπους, θα βρέχω τας αγαθοεργίας εις πάσαν ψυχήν, ήτις θα με επικαλήται, θα ζωοποιώ εκείνους, οίτινες εορτάζουν την Κοίμησίν μου, θα τιμώ εκείνους οι οποίοι τιμώσι σήμερον την ταφήν μου, θα δυναμώνω εκείνους, οι οποίοι ενήστευον την τεσσαρακοστήν μου, θα παρακαλώ δι’ εκείνους που έκαμαν την παράκλησίν μου, και θα φυλάττω από κάθε κακόν εκείνους, οι οποίοι με ιερουργούσιν, εκείνους που με εορτάζουσι και εκείνους οι οποίοι ψάλλουσι τους ύμνους εις την ταφήν μου». Ούτως ελάλησεν η ουράνιος Νύμφη τοις μακαρίοις Αγγέλοις ανερχομένοις εις τον ουρανόν, και ευθύς ανοίγονται αι πύλαι του Παραδείσου, δια να δεχθώσι την μακαρίαν της ψυχήν· την οποίαν εν ω δέχεται ο Υιός της εις τας αχράντους του χείρας, πίπτουσι παρευθύς όλαι αι ουράνιαι ουσίαι, και Χερουβείμ και Σεραφείμ, και Θρόνοι και Κυριότητες, και Δυνάμεις, και Εξουσίαι, και Αρχαί, και Άγγελοι, και προσκυνούσι συν φόβω και τρόμω την Μητέρα του Θεού, ψάλλοντες και δοξολογούντες ούτω· «Άξιόν εστιν ως αληθώς, μακαρίζειν Σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον, και Μητέρα του Θεού ημών· την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, την αδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκούσαν, την όντως Θεοτόκον Σε μεγαλύνομεν». Ω αγγελοπροσκύνησις και δοξολογία της Παρθένου! Ω υπέρλαμπρος ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου! Ω αγαλλίασις του ανθρωπίνου γένους εις την λαμπροφόρον ταύτην πανήγυριν!                          
Ανέβη λοιπόν, Χριστιανοί μου, αύτη η καθαρωτάτη Παρθένος επάνω εις τον υψηλόν πύργον της θείας δόξης, ανέβη δια να συντρίβη εκείθεν την κεφαλήν του νοητού Αβιμέλεχ, του διαβόλου. Εννοήσατέ το· διηγείται η Βίβλος των Κριτών εν κεφαλαίω θ΄, ότι Αβιμέλεχ τις, υιός Ιεροβαάλ, όπου κατώκει εις την πόλιν Σικίμων, ήτο άνθρωπος πονηρός, φθονερός, και κατά πολλά κακός· ακούσατε τι κατώρθωσεν. Αυτός είχεν άλλους εβδομήκοντα αδελφούς, και θέλων να βασιλεύση εις την πόλιν Σικίμων, τους βάλλει και τους εβδομήκοντα μεσίτας να παρακαλέσουν όλην την γερουσίαν, δια να τον κάμουν βασιλέα· εμεσίτευσαν οι καλοί αδελφοί, απέδειξαν ότι είναι ο αδελφός των αγαθός και δίκαιος, και ότι είναι άξιος δια να γίνη βασιλεύς· «Και ελάλησαν περί αυτού οι αδελφοί εν τοις ωσί πάντων των ανδρών Σικίμων, και έκλινεν η καρδία αυτών οπίσω Αβιμέλεχ, ότι είπον αδελφός ημών εστιν». Τώρα πρέπει να ευεργετήση ο Αβιμέλεχ τους αδελφούς του, διότι εμεσίτευσαν να τον κάμουν βασιλέα· και ποίαν ευεργεσίαν τους δίδει; Πορεύεται ο δύστροπος και φθονερός εις τον οίκον του πατρός του και δια να μη τύχη και βασιλεύση τις εξ αυτών, φονεύει και τους εβδομήκοντα παρευθύς με μίαν μόνον πέτραν· «Και εισήλθεν Αβιμέλεχ εις τον οίκον του πατρός αυτού και απέκτεινε πάντας τους αδελφούς αυτού επί λίθον ένα». Δυστυχείς αδελφοί, σεις με την πραότητά σας εφροντίσατε να κάμητε τον αδελφόν σας βασιλέα και αυτός εφρόντισε με τον φθόνον του πλέον ταχύτερον να σας φονεύση με μίαν πέτραν· ούτως είναι, ακροαταί, τόσον είναι να ευεργετή τις ένα κακόν άνθρωπον όσον να τρέφη και ένα πονηρόν όφιν· διότι αμφότεροι δεν γνωρίζουν καλωσύνην. Τρέφεις τον όφιν, σπουδάζει να σε θανατώση· ευεργετείς και τον κακόν άνθρωπον, σπουδάζει να σε φονεύση. «Ταυτόν εστιν όφιν εκτρέφειν και τον πονηρόν ευεργετείν. Παρ’ ουδετέρω γαρ η χάρις εύνοιαν γεννά». Εστεφανώθη ο Αβιμέλεχ βασιλεύς από όλην την πόλιν των Σικίμων, εκάθισεν εις τον βασιλικόν θρόνον, και τον προσεκύνησαν όλοι οι άνθρωποι δια βασιλέα των· «Και συνήχθησαν πάντες οι άνδρες Σικίμων και πας οίκος Μααλώ και επορεύθησαν και εβασίλευσαν τον Αβιμέλεχ». Τώρα ποίαν χάριν νομίζετε ότι θα χαρίση ο νεοστεφής βασιλεύς εις εκείνους, που τον έκαμαν βασιλέα των; Ακούσατε και θαυμάσατε· Εγείρεται με οργήν ο πονηρός βασιλεύς κατά των Σικίμων, κηρύττει φοβερόν πόλεμον εις αυτούς, με παράταξιν μεγάλην, με στρατεύματα πολλά τόσον, ώστε πολιορκεί την πόλιν Σικίμων, φονεύει όλους με το ξίφος άνδρας τε και γυναίκας (φεύγουσιν ολίγοι μόνον και κρύπτονται εντός πύργου) και τόσον εξηφάνισε και εχάλασεν εκ θεμελίου όλην εκείνην την θαυμαστήν χώραν, έως ότου την έσκαψε και έσπειρεν εις αυτήν άλας. «Και Αβιμέλεχ επολέμει εν τη πόλει όλην την ημέραν συν δυνάμει αυτού και κατελάβοντο την πόλιν και τον λαόν τον εν αυτή απέκτεινε και την πόλιν καθείλε και έσπειρεν αυτήν άλας». Δεν ανεπαύθη ο πονηρός βασιλεύς εις τόσα κακά όπου έκαμεν εις την πόλιν, αλλά τρέχει ακόμη και κατακαίει και εκείνους όπου ήσαν προφυλαττόμενοι εντός του πύργου. «Και ενέπρησε τους εν τω πύργω και απέθανον πάντες οι άνδρες πύργου Σικίμων, ως χίλιοι άνδρες και γυναίκες». Τοιαύτη είναι, λέγω πάλιν, η ευεργεσία του πονηρού βασιλέως, δι’ όσους τον έκαμαν βασιλέα. «Ταυτόν εστιν όφιν εκτρέφειν και τον πονηρόν ευεργετείν· παρ’ ουδετέρω γαρ η χάρις εύνοιαν γεννά». Άθλιοι Σικίμιοι, σεις εσπουδάσατε να ποιήσητε βασιλέα τον Αβιμέλεχ και αυτός εσπούδασε να σας φονεύση όλους δια του ξίφους· Χριστιανοί μου, δεν λυπείται η καρδία σας, αφ’ ου ηκούσατε του πονηρού βασιλέως τα τόσα κακά; Εγώ νομίζω ότι παρήλθεν από την καρδίαν σας η χαρά της σημερινής εορτής και ότι επεστρέψατε όλοι εις λύπην και αθυμίαν· αλλά ακούσατε και το τέλος του βασιλέως, δια να επανέλθητε εις την πρώτην σας χαράν. Τρέχει ακόμη ο θυμωμένος βασιλεύς Αβιμέλεχ εις την Θήβην πόλιν, δια να κατακαύση και εκεί τινάς, οίτινες εφυλάττοντο εντός του πύργου· έρχεται πλησίον της πύλης του πύργου δια να θέση μόνος του το πυρ, μία δε γυνή άνωθεν του πύργου ρίπτουσα τεμάχιον μυλοπέτρας, του συντρίβει ευθύς το κρανίον. «Και έρριψε γυνή μία κλάσμα μύλου επί την κεφαλήν Αβιμέλεχ, και συνέκλασε το κρανίον αυτού». Όντως δίκαια πέπονθεν ο πονηρός βασιλεύς· όντως το κακόν όπου έκαμεν εις τους ευεργέτας του και εις τους αδελφούς του, επέστρεψεν επί την κεφαλήν του. Με την πέτραν εφόνευσε τους αδελφούς του, με την πέτραν εφονεύθη και αυτός από την γυναίκα. Αυτός ο υψηλός πύργος, τον οποίον διηγήθημεν, Χριστιανοί, είναι ο ουρανός· η γυνή όπου ανέβη εις αυτόν, είναι η Παναγία Παρθένος· εκείθεν κρημνίζει όχι λίθους, αλλά κεραυνούς και αστραπάς της δικαίας της οργής δια να συντρίβη την κεφαλήν του νοητού Αβιμέλεχ, του διαβόλου, ο οποίος σπουδάζει καθ’ εκάστην δια να μας κατακαύση με τα βέλη των αμαρτιών τας οποίας πράττομεν· και αγωνίζεται να μας σύρη τους αθλίους κάτω εις την άσβεστον φλόγα της κολάσεως, να μας κατακαίη αιωνίως. Αλλ’ η Παναγία Παρθένος θεωρούσα την υπερηφάνειαν και τον φθόνον, τον οποίον έχει εις ημάς τους προσφεύγοντας υπό την σκέπην της, ρίπτει ως λίθους άνωθεν του ουρανίου πύργου, όπου κάθηται, τους κεραυνούς της παντοδυναμίας της και του συντρίβει την κάραν, την δύναμιν, την οφρύν, και το θράσος όπερ έχει εναντίον μας, και μας διαφυλάττει με την αγίαν της χάριν και σκέπην. Αλλ’, ω θεοδόξαστε Κόρη, πανάσπιλε Μαριάμ, η καλή εν γυναιξίν, η αθάνατος και Μήτηρ της ζωής, η μετά των αϋλων Αγγέλων προς ουρανούς ανερχομένη και υπό των Μαθητών κηδευομένη, ικέτευσον, παρακαλώ, τον Υιόν σου, καθώς με υπερένδοξον τρόπον κατώκησεν εις τον ευανθέστατον κήπον της ηγιασμένης σου κοιλίας, όπως ανασπάση εκ ριζών τας ημετέρας αμαρτίας· δείξον, Πανάχραντε, τώρα, ότε συνίπτασαι τοις αγίοις Αγγέλοις δια να καθίσης ως εστεφανωμένη Βασίλισσα επάνω εις τον ουράνιον και ηλιοστάλακτον πύργον της δόξης, και ημίν τοις πανηγυρίζουσι την μνήμην σου το υπέρτατον βάθος των χαρίτων σου, και λάμψον τας φεγγοβόλους σου ακτίνας εις τας λυπημένας καρδίας μας, δια να οδεύωμεν ευθαρσώς τε και ανδρείως εις την ευθείαν οδόν της των ουρανών Βασιλείας· επίβλεψον εις τους αιχμαλώτους δούλους σου Χριστιανούς, και εις την πολυχρόνιον τυραννίαν του πονηρού Αβιμέλεχ, του διαβόλου, με την οποίαν τυραννεί και αιχμαλωτίζει ημάς τους αθλίους, σπουδάζων καθ’ εκάστην δια να μας κατακαύση και να μας ρίψη εντός της ασβέστου καμίνου της ατελευτήτου κολάσεως· αλλ’ ως πάντα και πάντοτε ισχύουσα, επίρριψον επ’ αυτόν, άνωθεν των ουρανών, με την ακαταμάχητον δύναμιν της παντοκρατορικής σου Βασιλείας, τους κεραυνούς και τας αστραπάς της οργής σου, δια να συντρίψης την καθ’ ημών κινουμένην αυτού δύναμιν και τυραννίαν· αξίωσον ημάς, ω ουρανία νύμφη, καθώς ασπαζόμεθα την εικόνα σου και εορτάζομεν εδώ κάτω την Αγίαν σου Κοίμησιν, ούτω και αυτού εις τον Παράδεισον μετά θάνατον να ίδωμεν τον σεβάσμιον χαρακτήρα σου, και να προσκυνώμεν την δόξαν σου, εις αιώνα αιώνος. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου